338 π.Χ. – 146 π.Χ.: η εμπλοκή των Μακεδόνων και των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου

338 π.Χ. – 146 π.Χ.: η εμπλοκή των Μακεδόνων και των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου

Τετράδραχμο Φιλίππου Β΄ Εμ.: Κεφαλή Δία. Οπ.: Νεαρός ιππέας, που κρατά κλαδί φοίνικα. Σύμβολο: κάνθαρος. Επιγραφή: ΦΙΛΙΠΠΟΥ Προέλευση: Πέλλα Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος Υλικό κατασκευής: Άργυρος Αριθμός Ευρετηρίου: 1394

Η ανάμειξη του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β΄ και του γιου του, Μεγάλου Αλέξανδρου, στα τέσσερα πανελλήνια ιερά και, ιδιαίτερα, στην Ολυμπία, πρέπει να θεωρηθεί μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής τους που απέβλεπε στην κυριαρχία όλης της Ελλάδας. Ο όρος “πανελληνισμός” έχει συνδεθεί στενά με την πολιτική που ακολούθησε ο Φίλιππος Β΄. Ήταν πολύ σημαντικό για τους Μακεδόνες, τη στιγμή που είχαν στα χέρια τους την στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας, να αποδείξουν και την ελληνική καταγωγή τους, αφού στο παρελθόν αντιμετωπίζονταν ως βάρβαροι, δηλαδή ως ξένοι. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο για τον βασιλιά της Μακεδονίας, Αλέξανδρο Α΄. Όταν εκείνος γύρω στο 500 π.Χ. θέλησε να λάβει μέρος στους αγώνες της Ολυμπίας, έπρεπε πρώτα να αποδείξει την ελληνική καταγωγή του. Μόνον όταν κατόρθωσε να αποδείξει στους κριτές ότι, στην πραγματικότητα, ήταν Αργείος, πήρε μέρος στους αγώνες και μάλιστα αναδείχτηκε νικητής. Ο Ηρόδοτος τονίζει, ότι οι απόγονοι του Περδίκα ήταν Έλληνες, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Μακεδόνες βασιλείς ήταν Τημενίδες από το Άργος. Άρα, αφού ο Τήμενος ως βασιλιάς του Άργους καταγόταν ο ίδιος από τον Ηρακλή, τον γιο του Δία, τότε και οι βασιλείς της Μακεδονίας κατάγονταν από αυτόν και ήταν Έλληνες.

Τετράδραχμο Φιλίππου Β΄ Εμ.: Κεφαλή Δία. Οπ.: Νεαρός ιππέας, που κρατά κλαδί φοίνικα. Σύμβολο: κάνθαρος. Επιγραφή: ΦΙΛΙΠΠΟΥ Προέλευση: Πέλλα Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος Υλικό κατασκευής: Άργυρος Αριθμός Ευρετηρίου: 1394

Βέβαια, η επιθυμία του Φιλίππου Β΄ να αγωνιστεί στην Ολυμπία εξυπηρετούσε κυρίως τα πολιτικά του σχέδια και, όπως είναι φυσικό, οι ελλανοδίκες δεν ήταν δυνατό να εμποδίσουν τη συμμετοχή του Μακεδόνα βασιλιά. Ο Φίλιππος έλαβε μέρος στους ιππικούς αγώνες (), αναδείχτηκε νικητής -τα άλογά του κέρδισαν δύο φορές στην αρματοδρομία (352 π.Χ. και 348 π.Χ.) και μία φορά στην ιπποδρομία (356 π.Χ.)- και σε ανάμνηση της νίκης του προέβη σε κοπή νομισμάτων. Ένα σωζόμενο ασημένιο τετράδραχμο, το οποίο στην εμπρόσθια όψη απεικονίζει το κεφάλι του Δία δαφνοστεφανωμένο και στην οπίσθια όψη έναν νεαρό ιππέα, που κρατά κλαδί φοίνικα, πιθανότατα συμβολίζει τη νίκη του Μακεδόνα βασιλιά. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Δίας δεν είχε προηγουμένως απεικονιστεί σε μακεδονικά νομίσματα, υποδηλώνει σαφέστατα ότι ο Φίλιππος επιθυμούσε να τονίσει την ενιαία λατρεία των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων.

Ο Φίλιππος, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη σημασία του ιερού της Ολυμπίας, ανέθεσε εκεί, μετά τη νικηφόρα έκβαση της μάχης στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), που εξασφάλισε την κυριαρχία του σε όλη την Ελλάδα, ένα ιδιόμορφο οικοδόμημα, το Φιλιππείο. Το οικοδόμημα αυτό στήθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά, αφενός για να ευχαριστήσει τον Δία και, αφετέρου, για να προβάλει τη δύναμη της οικογένειάς του και των Μακεδόνων. Η κατασκευή του Φιλιππείου ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατο του Φιλίππου, όταν την ηγεσία της Ελλάδας ανέλαβε ο γιος του Αλέξανδρος Γ΄. Ενδιαφέροντα στοιχεία για την πρόθεση του Φιλίππου μπορούμε να αντλήσουμε από την επιλογή αυτού του κυκλικού οικοδομήματος, το οποίο στη συνείδηση των ανθρώπων παρέπεμπε στην λατρεία ηρώων. Επίσης, το Φιλιππείο στέγαζε τα αγάλματα της οικογένειας του Φιλίππου, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από χρυσό και ελεφαντόδοντο. Όπως είναι γνωστό, ο χρυσός και το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιούνταν στην κλασική Ελλάδα για την απόδοση θεών. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος θέλησε, με την επιλογή του υλικού, να ξεχωρίσει τη μακεδονική βασιλική οικογένεια από τους “κατώτερους” θνητούς, οι οποίοι είχαν αφιερώσει αγάλματα στο ιερό τη Ολυμπίας.

Στην οικοδομική δραστηριότητα στο ιερό της Ολυμπίας την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου πιθανότατα ανήκει και η στοά της Ηχούς, που όριζε το ανατολικότερο άκρο της Άλτεως, διαχωρίζοντας τον χώρο όπου διεξάγονταν οι αγώνες από τον χώρο της λατρείας. Η στοά ονομαζόταν ακόμη Επτάηχος ή Ποικίλη. Οι ονομασίες της αυτές οφείλονταν, σύμφωνα με τον Παυσανία, σε δύο κύρια γνωρίσματά της: στην επανάληψη της φωνής από την ηχώ επτά φορές, και στην ύπαρξη πολύχρωμων (ποικίλων) ζωγραφικών παραστάσεων στον πίσω τοίχο

Μετάβαση στο περιεχόμενο