3ος και 4ος αι. μ.Χ. στην Ολυμπία
Καθοριστικό στην ιστορία των αγώνων πρέπει να θεωρηθεί το έτος 212 μ.Χ., όταν με διάταγμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλλα, παραχωρήθηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους υπηκόους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Με το προνόμιο αυτό, κάθε πολίτης της αυτοκρατορίας, ακόμη και αν είχε βαρβαρική καταγωγή, μπορούσε να συμμετέχει στους Ολυμπιακούς αγώνες, πράγμα που προσέδωσε στους αγώνες οικουμενικό χαρακτήρα. Έτσι, πολλοί αθλητές από την Αλεξάνδρεια, την Έφεσο, τη Μίλητο, τη Συρία, τη Φοινίκη, τη Bαβυλώνα και ακόμη και από την Aρμενία ανακηρύχθηκαν ολυμπιονίκες.
Ωστόσο, η κακή οικονομική κατάσταση, στην οποία περιήλθε η Ρώμη μετά την εποχή του Aδριανού, είχε άμεσο αντίκτυπο και στην Ολυμπία, γεγονός που φάνηκε στην κακή διατήρηση των κτηρίων της κατά τον 3ο αι. μ.X., αν και αυτή οφειλόταν εν μέρει και στις συνέπειες του ισχυρού σεισμού που έπληξε τότε την περιοχή. Περιορισμένες επισκευές έγιναν σε μερικά οικοδομήματα, ενώ στη θέση της έπαυλης του Νέρωνα κτίστηκε οικοδομικό συγκρότημα με πολλούς μικρούς χώρους και ένα ωδείο.
Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό αθλητικό ιδεώδες, το οποίο ήταν πολύ ισχυρό, εξακολούθησε να ζει και η λειτουργία του ιερού, έστω και υποβαθμισμένου συνεχίσθηκε, αφού έγιναν περιορισμένες επισκευές σε μερικά κτήρια κυρίως λειτουργικής σημασίας, όπως ήταν το Λεωνιδαίο, ο Θεηκολεών και τα λουτρά. Μια ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη του πύκτη (αθλητή της πυγμαχίας) Kαμήλου από την Αλεξάνδρεια, του 3ου αι. μ.X., φανερώνει τη σημασία που εξακολουθούσαν ακόμη να έχουν οι αγώνες την εποχή αυτή. Οι τελευταίες γνωστές εργασίες συντήρησης των κτηρίων στην Άλτι έγιναν στην εποχή του Διοκλητιανού (285-305 μ.X.), οπότε πραγματοποιήθηκαν περιορισμένες επισκευές στο ναό του Δία.
Όσον αφορά την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων κατά τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ., ένα μεταλλικό έλασμα διαστάσεων 75 x 40 εκ., το οποίο βρέθηκε στην Λέσχη νοτιοδυτικά της Άλτεως, μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες. Σε αυτό αναγράφονται τα ονόματα είκοσι ολυμπιονικών, μελών αυτής της λέσχης, καθώς και πληροφορίες για την πατρίδα, το άθλημα και το έτος της νίκης τους. Έτσι, σήμερα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο τελευταίος γνωστός ολυμπιονίκης της αρχαιότητας δεν ήταν, όπως πίστευαν μέχρι τώρα οι ιστορικοί, ο Βαρασδάτης από την Αρμενία, αλλά κάποιος Ζώπυρος από την Αθήνα, που νίκησε το 385 μ.Χ. (291η ολυμπιάδα) στο παγκράτιο παίδων.
Μελετώντας πιο επισταμένα το έλασμα οδηγούμαστε και σε άλλα συμπεράσματα. Μέχρι τώρα είχε επικρατήσει η άποψη πως μετά τη ρωμαϊκή κατάληψη της Ελλάδας οι Έλληνες αθλητές είχαν εκτοπισθεί από τους πανελλήνιους αγώνες και τη θέση τους είχαν πάρει άλλοι από διάφορες επαρχίες της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην πινακίδα αναφέρονται όντως αθλητές από τη Μ. Ασία (Σάρδεις, Τροία, Τένεδος) αλλά και αθλητές ελληνικής καταγωγής, και μάλιστα ολυμπιονίκες, από τις Θεσπιές, την Ήλιδα και την Αθήνα, στοιχείο που μαρτυρεί την ισάξια συμμετοχή στους αγώνες και Ελλήνων αθλητών κατά την εποχή εκείνη. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας παραπλανήσει το αναγραφόμενο έτος 385 μ.Χ. και να το θεωρήσουμε ως το τελευταίο των αγώνων, διότι η επιγραφή αυτή δεν αποτελεί επίσημη καταγραφή των ολυμπιονικών αλλά ενθύμιο των ολυμπιονικών της συγκεκριμένης μόνο λέσχης. Επιπλέον, η επιγραφή αυτή μας επιτρέπει να γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως οι αγώνες διεξάγονταν κανονικά τουλάχιστον έως και το 385 μ.Χ.
Η ανέγερση ενός μικρού λουτρού, στα βόρεια της αθλητικής λέσχης, το οποίο πιθανόν ήταν μέρος ενός ξενώνα και ανάγεται γύρω στο 300 μ.Χ., πιστοποιεί την αδιάκοπη διεξαγωγή των αγώνων και στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ.. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει, ότι το ιερό εξακολουθούσε να σφύζει από ζωή στα τέλη του 3ου και στις αρχές 4ου αι. μ.Χ., διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος για την ανέγερση ενός τέτοιου κτιρίου.